εκτομή

εκτομή
Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του αρθρικού υμένα. Χειρουργική αφαίρεση του αρθρικού υμένα, για θεραπεία υποτροπιάζουσας αρθροθυλακίτιδας (φλεγμονής του αρθρικού υμένα). Ο υμένας που φλεγμαίνει μπορεί να αφαιρεθεί με χρήση ενός οργάνου παρατήρησης που λέγεται αρθροσκόπιο και ενός ηλεκτροκίνητου κόφτη, που εισάγεται από μία μικρή τομή επάνω από την άρθρωση. ε. του μηνίσκου. Χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση τμήματος ή όλου του χόνδρου του γόνατος που έχει υποστεί ζημιά (μηνίσκος). Η εγχείρηση συχνά γίνεται με τη χρήση αρθροσκοπίου που εισάγεται στο γόνατο. Η ε. του μηνίσκου αποφεύγεται συνήθως, γιατί μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο οστεοαρθρίτιδας, εκτός και αν κριθούν σοβαρότεροι οι κίνδυνοι από την παραμονή ενός μηνίσκου με βλάβη μέσα στο γόνατο, ο οποίος εμποδίζει την ομαλή λειτουργία της άρθρωσης. ε. του μυώματος. Χειρουργική αφαίρεση ενός μη καρκινικού μυϊκού όγκου, όπως είναι ένα ινομύωμα. ε. του σπερματικού πόρου. Επέμβαση στείρωσης του άντρα, κατά την οποία κάθε σπερματικός πόρος κόβεται και δένεται έτσι ώστε τα σπερματοζωάρια να μη φθάσουν στην ουρήθρα. Μετά από μία ε. σπερματικών πόρων, ο άντρας θα εξακολουθήσει να εκσπερματώνει κανονικά, αλλά το σπερματικό υγρό του δεν θα περιέχει πλέον σπερματοζωάρια.
* * *
η (AM ἐκτομή)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτέμνω, αποκοπή, εξαγωγή με τομή
2. ευνουχισμός, εκτόμηση
νεοελλ.
ιατρ. εγχειρητική αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρου οργάνου ή παθολογικού σχηματισμού
αρχ.
1. τμήμα, τεμάχιο
2. το άνοιγμα ή το σχήμα που δημιουργείται από την αποκοπή κομματιού από ένα σώμα
3. περιτομή γυναικών
4. (σχετικά με καρπό) μάζεμα, κόψιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκτομή — cutting out fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτομή — η 1. η αποκοπή, το κόψιμο. 2. (ιατρ.), η χειρουργική αφαίρεση οργάνου, μέλους ή όγκου του σώματος. 3. εκτόμηση (βλ. λ.). 4. το άνοιγμα που δημιουργείται από την εκτομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτομῇ — ἐκτομάζω castrate fut ind mid 2nd sg (doric) ἐκτομάζω castrate fut ind act 3rd sg (doric) ἐκτομῆι , ἐκτομεύς one that cuts out masc dat sg (epic ionic) ἐκτομή cutting out fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτομαῖς — ἐκτομή cutting out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτομαί — ἐκτομή cutting out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτομήν — ἐκτομή cutting out fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτομέας — ο (Α ἐκτομεύς) 1. όργανο με το οποίο γίνεται η εκτομή 2. αυτός που διενεργεί την εκτομή …   Dictionary of Greek

  • νευρεκτομή — η εκτομή τμήματος ενός νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurectomy < νευρ(ο) * + εκτομή] …   Dictionary of Greek

  • ουλεκτομή — η χειρουργική εκτομή τμήματος τών ούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + εκτομή] …   Dictionary of Greek

  • περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”